- μένανδρον
- μένανδροςawaiting a manmasc/fem acc sgμένανδροςawaiting a manneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μένανδρον — Μένανδρος awaiting a man masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EPAPHRODITUS — Libertus et a libellis Nerom Imp. a Domitiano capitis damnatus, quod Neronem in consciscenda sibi nece suâ manu adiuvisset. Vid. Suet. Claud. Ner. c. 49. et Domit. c. 14. Est ille ipse, cui nobilis servus Epicterus. fuit. Suid. et Arr. Item… … Hofmann J. Lexicon universale
μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… … Dictionary of Greek
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek